- λινίτιδα
- ηιατρ.1. παλαιότερη ονομασία μιας μορφής χρόνιας γαστρίτιδας, που χαρακτηρίζεται από σημαντική πάχυνση και σκλήρυνση τού τοιχώματος τού στομάχου2. φρ. «πλαστική λινίτιδα» — είδος καρκίνου τού στομάχου με αργή εξέλιξη, κατά τον οποίο η έντονη σκλήρυνση τού γαστρικού τοιχώματος προκαλεί την πάχυνση και συρρίκνωσή του.
Dictionary of Greek. 2013.